Το ελληνικό καλοκαίρι υπήρξε διαχρονικά ταυτόσημο της φυγής, της ξεγνοιασιάς και της απόδρασης από τη ρουτίνα.
Το 2025, όμως, οι αριθμοί αφηγούνται μια διαφορετική ιστορία – αυτή μιας κοινωνίας κουρασμένης, σφιγμένης οικονομικά, που παλεύει να διατηρήσει έστω και προσχηματικά την έννοια των διακοπών.
Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), φέρνει στην επιφάνεια μια σκληρή πραγματικότητα: Οι μισοί Έλληνες δε θα κάνουν διακοπές φέτος το καλοκαίρι.
Τι γίνεται στην Πάρο
Είναι σαφές και αυταπόδεικτο -για την ώρα- ότι το φετινό καλοκαίρι και στο νησί μας, δεν έχει ξεκινήσει όπως τα προηγούμενα χρόνια.

Μία απλή βόλτα στους δρόμους –ιδιαίτερα τις απογευματινές ώρες- αποδεικνύει την αλήθεια. Μπήκαμε στον Ιούλιο και τίποτα από πλευράς κίνησης δε θυμίζει την εποχή. Το νησί βιώνει μία άλλη κατάσταση. Άλλοι υποστηρίζουν ότι φταίνε οι σεισμοί στη Σαντορίνη, που αποθάρρυναν πολύ κόσμο να έρθει για διακοπές, ιδιαίτερα τους αλλοδαπούς. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η εικόνα στον παραλιακό δρόμο από το λιμάνι έως την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με άλλα καταστήματα να έχουν τραπεζοκαθίσματα στην πλευρά της παραλίας κι άλλα όχι (λόγω της πιθανής επιβολής προστίμων από την Κτηματική), δείχνουν μία άλλη εικόνα. Άλλοι πάλι λέγουν ότι φταίνε οι τιμές των προσφερόμενων ειδών ή των ακτοπλοϊκών εταιρειών, ή, ή, ή. Για όλα υπάρχει μία δικαιολογία… Η μεγάλη αλήθεια όμως, είναι, ότι η οικονομική κατάσταση -ιδιαίτερα των ελλήνων-δεν είναι αυτή που ήταν άλλοτε και σε πολλούς έχει τελειώσει το οικονομικό «λίπος» που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια.
Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ, που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση είναι άλλωστε ευδιάκριτη και στους τοπικούς επιχειρηματίες. Ο κ. Μένιος Αποστολίδης του συλλόγου καφεστιατόριων Πάρου, υποστηρίζει στην εφημερίδα μας:
«Συμφωνώ απολύτως με τα στοιχεία που παρουσιάζει το ΙΕΛΚΑ. Η εικόνα που έχουμε εμείς οι επαγγελματίες της Πάρου είναι παρόμοια. Από το δίκτυο επαφών και πελατών που έχουμε διαμορφώσει με τα χρόνια, ακούμε ολοένα και πιο συχνά το ίδιο
μήνυμα: «Τα νησιά είναι όμορφα, αλλά δεν μας φτάνουν τα χρήματα. Θα ψάξουμε κάτι πιο οικονομικό φέτος».
Ο ίδιος καταγράφει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: Το υψηλό κόστος μεταφοράς λειτουργεί αποτρεπτικά για μεγάλο μέρος των Ελλήνων ταξιδιωτών. «Ένα ζευγάρι με αυτοκίνητο πληρώνει 380 ευρώ μόνο για να έρθει και να φύγει. Με τα σημερινά εισοδήματα, αυτό είναι απαγορευτικό. Και, παρότι η Πάρος, προσφέρει επιλογές για όλα τα βαλάντια, όταν οι μεταφορές κοστίζουν τόσο, χάνουμε τη μάχη από την αρχή».

Δεν είναι μόνο η Πάρος
Όπως επιβεβαιώνει ο κ. Αποστολίδης και άλλοι επαγγελματίες από τις Κυκλάδες περιγράφουν την ίδια εικόνα.
Η δυσκολία δεν αφορά μόνο το ύψος των τιμών. Αφορά τη σχέση του Έλληνα με τις διακοπές – μια σχέση που αλλάζει δραματικά.
Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) καταγράφει αυτή την αλλαγή με αμείλικτους αριθμούς: Το 52% των Ελλήνων δεν θα κάνουν διακοπές το καλοκαίρι του 2025. Από όλους όσοι καταφέρουν να φύγουν, μόνο το 14% θα κάνουν διακοπές όπως τις έκαναν παλιότερα.
Η μέση διάρκεια των διακοπών περιορίζεται στις 11,3 ημέρες, με την πλειοψηφία να ταξιδεύει για 4 έως 14 ημέρες (για τους «τυχερούς»). Κριτήριο επιλογής δεν είναι πια η επιθυμία αλλά η τιμή. Η φιλοξενία σε εξοχικά, είτε ιδιόκτητα είτε συγγενικά, αποτελεί την πρώτη επιλογή. Τα ξενοδοχεία περιορίζονται σε μόλις 7% των περιπτώσεων, ενώ οι all inclusive διακοπές σχεδόν εκλείπουν.
Η Πάρος, ένας από τους πιο δημοφιλείς νησιωτικούς προορισμούς, βιώνει στην πράξη αυτή την αλλαγή. «Η πολιτεία πρέπει να σταματήσει να βλέπει τον τουρισμό ως μονοκαλλιέργεια που θεραπεύει οικονομικά «πάσαν νόσον», τονίζει ο Μένιος Αποστολίδης. «Αν θέλουμε πραγματικά βιώσιμο τουρισμό, χρειάζονται επενδύσεις σε υποδομές, έλεγχος των καρτέλ και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των τοπικών επιχειρήσεων».

Η εικόνα που περιγράφει δεν είναι απλώς παράπονο επαγγελματιών. Αντικατοπτρίζει ένα βαθύτερο κοινωνικό ρήγμα: η μεσαία τάξη, η ραχοκοκαλιά του εσωτερικού τουρισμού, μοιάζει να συρρικνώνεται σε μια νέα κατηγορία: εκείνη των «μόνιμα περιορισμένων». Η φράση «φέτος δεν θα πάμε πουθενά» ακούγεται πια από οικογένειες εργαζομένων, όχι μόνο από όλους όσοι βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Κατά τη διάρκεια των διακοπών, η λιτότητα είναι παντού παρούσα: το 50% των ταξιδιωτών δηλώνει ότι μαγειρεύει συστηματικά, 62% επισκέπτονται σούπερ μάρκετ, 71% φούρνους. Οι φούρνοι και τα αρτοποιεία συγκεντρώνουν το 60% των αγορών τροφίμων, ενώ τα μίνι μάρκετ παίζουν καθοριστικό ρόλο σε μικρά νησιά όπως η Πάρος.
Παράλληλα, 53% προτιμούν τοπικά προϊόντα, στηρίζοντας την τοπική αγορά σε αναζήτηση για όχι μόνο φθηνότερες, αλλά και αυθεντικότερες λύσεις διατροφής. Θα έλεγε βέβαια κάποιος/α ότι αυτή η κίνηση αποτυπώνει και ένα είδος αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών, αναγνωρίζοντας ότι λίγο – πολύ για τους περισσότερους τα πράγματα είναι δύσκολα. Το συνολικό ημερήσιο κόστος διατροφής και αγορών ανά άτομο φτάνει τα 153 ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος να πηγαίνει εκτός εστίασης – άλλο ένα πλήγμα για τις τοπικές επιχειρήσεις, ενώ για λοιπά προϊόντα (τουριστικά και άλλα είδη) καταγράφεται ένα επιπλέον ποσό 47 ευρώ. Συνολικά, η καταναλωτική δαπάνη ξεπερνά τα 200 ευρώ, πάντα κάνοντας «οικονομία», και πάντα… στη θεωρία. Γιατί στην πράξη, όπως όλοι γνωρίζουμε, θα ξεφύγουμε από τον προϋπολογισμό μας θέλοντας και μη, είτε προκύψει κάτι απρόοπτο, είτε απλά θελήσουμε να χαρούμε τις διακοπές μας «όπως παλιά».
Η Πάρος, με το προφίλ του αναγνωρίσιμου, προσβάσιμου, αλλά όχι οικονομικού νησιού, λειτουργεί φέτος σαν μικρογραφία της εθνικής πραγματικότητας. Αν κάτι χρειάζεται επειγόντως, είναι στρατηγική και Μέτρα που θα διασφαλίζουν όχι μόνο τα τουριστικά έσοδα, αλλά το δικαίωμα όλων –και των ντόπιων και των επισκεπτών– στο καλοκαίρι.
Η πολιτεία δεν μπορεί να παρακολουθεί απαθής αυτή τη διολίσθηση στην τουριστική στέρηση, σαν να πρόκειται για κάποιο δήθεν «εναλλακτικό» προσωπικό life style. Το πρόβλημα είναι συστημικό και πολιτικά δομημένο: Η ακρίβεια, το κόστος ζωής, η έλλειψη προστασίας των μισθών, η ασφυξία στα καύσιμα και τα ενοίκια διαμορφώνουν ένα περιβάλλον όπου η ξεκούραση μοιάζει με πολυτέλεια για λίγους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο δημόσιος διάλογος για τις κοινωνικές παροχές επικεντρώνεται σε επιδόματα επιβίωσης και όχι σε παροχές ποιότητας ζωής. Οι διακοπές είναι δείκτης ποιότητας ζωής και όχι πολυτέλειας. Η Ελλάδα δεν είναι τουριστικός προορισμός μόνο για τους ξένους. Είναι και πατρίδα ανθρώπων που πρέπει να μπορούν να ζήσουν το καλοκαίρι τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ατομικό. Είναι πολιτικό. Και είναι επείγον.
Το «κερασάκι» στις Κυκλάδες: Αλλαγές στις προτιμήσεις
Αλλάζει το τουριστικό τοπίο στα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με στοιχεία της Ferryscanner από τις κρατήσεις εισιτηρίων, που δείχνουν ότι ευρωπαίοι και αμερικανοί τουρίστες στρέφονται πλέον σε πιο ήσυχες και αυθεντικές επιλογές.
Τα στοιχεία της Ferryscanner δείχνουν πτώση ακτοπλοϊκών κρατήσεων 50% για Σαντορίνη και 33% για Μύκονο, συγκριτικά με το 2024.
Η στροφή αυτή δεν είναι τυχαία. Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Πληρωμάτων Θαλαμηγών, Γιώργος Βάλλης, οι επισκέπτες –και ιδίως οι Αμερικανοί– έχουν αρχίσει να αποφεύγουν νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη λόγω των υπέρογκων τιμών και της αρνητικής εικόνας που διαδίδεται μέσω των social media. «Ο κόσμος δεν είναι κορόιδο. Όταν ακούει για ξαπλώστρες με 300 ευρώ και φαγητό σε υπερβολικές τιμές, επιλέγει να πάει αλλού», τονίζει χαρακτηριστικά. Η φετινή σεζόν ξεκίνησε με πτώση 20%-30% στην τουριστική κίνηση.
Το μήνυμα προς τους τοπικούς επιχειρηματίες είναι σαφές: Η βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού περνάει μέσα από τη φιλοξενία, τις δίκαιες τιμές και την αυθεντική εμπειρία. Αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα η εικόνα της υπερχρέωσης, οι ταξιδιώτες θα συνεχίσουν να επιλέγουν μικρότερα, πιο ανθρώπινα νησιά, εγκαταλείποντας τους «κορεσμένους» προορισμούς.