Πάνω από 90.000 είναι οι ασθενείς που αναμένουν μέχρι στιγμής πίσω από τα εκκρεμή χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Που βρίσκονται στην αναμονή εδώ και μήνες, με κίνδυνο της υγείας και της ζωής τους.

Μπροστά σε αυτήν την τραγική κατάσταση η κυβέρνηση, επιταχύνοντας τις διαδικασίες για τη λειτουργία του «νέου ΕΣΥ», δηλώνει αποφασισμένη να υλοποιήσει τον νόμο του 2002 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) για τα απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία, έναν νόμο που παρέμεινε επί ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν τον κατήργησε. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι διόλου «νέο» δεν είναι το ΕΣΥ που οραματίζεται, αντιθέτως είναι η συνέχεια του υπάρχοντος, με στόχο την πλήρη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίησή του.

Κάποια από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης για το παραπάνω μέτρο είναι ότι θα μειωθεί η λίστα αναμονής, ότι οι γιατροί και οι υγειονομικοί θα ενισχύσουν τον μισθό τους, αφού το κράτος «αδυνατεί» να τους δώσει πραγματικές αυξήσεις, και ότι έτσι θα υπάρξουν έσοδα για τα νοσοκομεία.

Σε ένα σύστημα Υγείας όπου τα νοσοκομεία – αυτοχρηματοδοτούμενες μονάδες έχουν ως βασικό κριτήριο λειτουργίας τη «βιωσιμότητά» τους, ακριβώς αυτό το οικονομικό στοιχείο θα καθορίζει ποια ιδρύματα θα συνεχίσουν να λειτουργούν, ποιες κλινικές και ποια τμήματα «δεν συμφέρουν», επομένως θα συρρικνώνονται ή θα κλείνουν. Με το ίδιο κριτήριο θα αξιολογείται και το προσωπικό, αναλόγως θα καθορίζονται και οι προσλήψεις, οι απολύσεις, κλπ. Τέτοια κριτήρια είναι που γενίκευσαν τις εργασιακές σχέσεις – λάστιχο, την εργολαβοποίηση υπηρεσιών, τον θεσμό του επικουρικού προσωπικού. Σήμερα, για παράδειγμα, οι επικουρικοί και ένα μέρος των εφημεριών πληρώνονται από τα έσοδα των νοσοκομείων (νοσήλια και απογεματινά ιατρεία), οπότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς τι δρόμους ανοίγει το νέο μέτρο που προωθεί η κυβέρνηση.

Από την πλευρά τους οι υγειονομικοί αντιδρούν και απαντούν στην κυβέρνηση ότι το πρόβλημα των τεράστιων αναμονών δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.