Το αγαπημένο ποτό των ευγενών, των εμπόρων, των καλλιτεχνών, ακόμη και του Σαίξπηρ, ευδοκίμησε στην Πάρο, όπου οινοστάφυλα τέτοιου είδους φυτεύονται μέχρι σήμερα. Για πάνω από πέντε αιώνες ο οίνος «Μαλβαζία» ήταν από τα ισχυρότερα ονόματα στον χώρο του κρασιού αλλά μπαίνει δυναμικά και στον 21ο αιώνα. Μέχρι σήμερα έχουν βραβευτεί κρασιά οινοποιείων, που προέρχονται από τα λιαστά οινοστάφυλα από τη ζώνη ΠΟΠ Πάρου – Αντιπάρου.
Η καρδιά της ιστορίας του «Μαλβαζία» πρωτοχτύπησε στη Μονεμβασιά, σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, στον βράχο του Ρίτσου και συνδέθηκε με το μεσογειακό φως. Η παραγωγή του λιαστού αυτού οίνου είχε ξεκινήσει ήδη μετά τον 12ο αιώνα κι αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της ιστορίας, όπως εξήγησε ο διευθυντής του διεθνούς δικτύου «Μαλβαζία: Μύθος και Δικτύωση» (Malvasia Myth Network), Σωτήρης Μπόλης.
Ο Μαλβαζίας, εξήγησε, πέρασε στα χέρια των Ενετών, που τον βάφτισαν Μαλεβαζία και μ΄ αυτήν την επωνυμία, τον ταξίδεψαν σε όλη τη Μεσόγειο. Τον 14ο αιώνα η ενετοκρατούμενη Κρήτη μετατράπηκε στο μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής ενώ τα Κυκλαδονήσια, και κυρίως η Πάρος, έμελλε να κρατήσουν ζωντανές τις αυθεντικές ελληνικές ποικιλίες, όταν η παραγωγή μειώθηκε στην Κρήτη και τη Μονεμβασιά.
Μέσω του εμπορίου της Βενετίας, τα ενετικά καράβια μετέφεραν Μαλβαζία σε κάθε γωνιά της Ευρώπης: Ιταλία, Κροατία, Σλοβενία, Πορτογαλία, Γαλλία, Ισπανία. Η φήμη του κρασιού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεκάδες περιοχές άρχισαν να χρησιμοποιούν το όνομα «Malvasia» για δικούς τους οίνους και ποικιλίες αμπέλου, πολλές από τις οποίες δεν είχαν καμία γενετική σχέση με τις ελληνικές. Η ονομασία έγινε παγκόσμιο και διαχρονικό brand πολύ προτού εφευρεθεί από το μάρκετινγκ το branding.

















