Συνάντηση εκπροσώπων Ε.Ι.Ε.Τ. με τον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γεώργιο Κώτσηρα
Με τον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γεώργιο Κώτσηρα, συναντήθηκαν την Παρασκευή, 26 Σεπτεμβρίου, εκπρόσωποι της Ένωσης Ιδιοκτητών Επαρχιακού Τύπου, θέτοντας του ένα σοβαρό για τον κλάδο μας θέμα που αφορά τις εξοφλήσεις τιμολογίων των υποχρεωτικών καταχωρήσεων των φορέων του δημοσίου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Οι εκπρόσωποι της Ε.Ι.Ε.Τ. έδωσαν στον κ. Κώτσηρα σχετικό υπόμνημα που αναφέρει τα παρακάτω:
«Ως Ε.Ι.Ε.Τ., θεωρούμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του κλάδου μας είναι η έλλειψη ρευστότητας που οφείλεται στις καθυστερημένες εξοφλήσεις των τιμολογίων των υποχρεωτικών καταχωρήσεων των φορέων του δημοσίου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς η πλειοψηφία των τιμολογίων που εκδίδει κάθε εφημερίδα προς τους αναδόχους εξοφλούνταν ακόμη και μετά από 2-3 χρόνια!
Η πρακτική αυτή προκαλεί οικονομική αιμορραγία στις εφημερίδες- επιχειρήσεις μας, οι οποίες αναγκάζονται να εκδώσουν παραστατικά, να καταβάλλουν άμεσα ΦΠΑ, φόρους κ.α., περιμένοντας στη συνέχεια πότε θα εξοφληθούν από τους αναδόχους. Όπως γίνεται κατανοητό, καμία επιχείρηση δεν μπορεί να μακροημερεύσει με τον τρόπο αυτό.
Προκειμένουνααντιμετωπιστείτοφαινόμενοτωνυπερβολικώνκαθυστερήσεων, ή τουλάχιστον με αυτό το σκοπό, υποβάλλαμε αίτημα στην Γ.Γ. Ενημέρωσης, η οποία και αποδέχθηκε την πρόταση μας, και κατ’ αυτό τον τρόπο οδηγηθήκαμε στη διάταξη τηςπαρ. 2τουάρθρου26τουΝ. 5005 /2022 με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 4 του ν. 3548/07 και προστέθηκε σε αυτό παρ. 4 η οποία ορίζει ότι: «4. Οι δαπάνες δημοσίευσης της διακήρυξης, καταβάλλονται από τον φορέα που έδωσε την εντολή καταχώρισης στην εφημερίδα,εντός των προθεσμιών του άρθρου 69Ζ του ν. 4270/2014 (Α’ 143). Σε περίπτωση ανακήρυξης αναδόχου της δημοσιευόμενης διαδικασίας, οι ως άνω δαπάνες παρακρατούνται από τον φορέα και αφαιρούνται από το τίμημα που οφείλει στον ανάδοχο για το σχετικό έργο ή προμήθεια».
Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή είναι αμιγώς διαδικαστική και αναφέρεται αποκλειστικά καιμόνο στον χρόνο και στον τρόπο εξόφλησης των σχετικών τιμολογίων και σε καμιά περίπτωση δεν αφορά και δεν επηρεάζει την τιμή της δημοσίευσης αυτή καθαυτή η οποία παγίως εδώ και πολλά χρόνια καθορίζεται από την ΚΥΑ 2/82452/0020/12‐11‐2008 (ΦΕΚ 2441 /Β’/2‐12‐2008).
Ωστόσο, αρκετοί φορείς του δημοσίου διαφόρων κατηγοριών (Δήμοι, Περιφέρειες, Νοσοκομεία, πανεπιστήμια κ.λπ.) υπολαμβάνουν εσφαλμένα ότι επειδή μετά την ψήφιση του νέου νόμου 5005/22, η εξόφληση των τιμολογίων των δημοσιεύσεων γίνεται σε κάθε περίπτωση από την αναθέτουσα αρχή πρέπει και να τιμολογείται «με τιμή δημοσίου» και όχι «με τιμή αναδόχου»!
Ερμηνεία που έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το τροποποιημένο άρθρο 4 του ν. 3548/2007, όπου στην παράγραφο 2 αναφέρεται: «2. Όλες οι ανωτέρω δημοσιεύσεις καταχωρίζονται με αμοιβή, η οποία καθορίζεται εκάστοτε κατά διατίμηση χιλιοστομέτρου με κοινή απόφαση του αρμόδιου για τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Πρόκειται για την ως άνω ΚΥΑ, η οποία καθορίζει ξεκάθαρα ότι για τις δημοσιεύσεις που επιβαρύνουν ιδιώτες (τελικοί μειοδότες κλπ.) το κόστος είναι 0,50 ευρώ /χιλιοστόμετρο (ή 5,00 ευρώ ο πόντος), ενώ ότι για τις δημοσιεύσεις που επιβαρύνουν φορείς το κόστος είναι 0,20 ευρώ /χιλιοστόμετρο (ή 2,00 ευρώ ο πόντος).
Με βάση το παραπάνω, είναι ξεκάθαρο ότι κάποιοι φορείς καταστρατηγούν τον Νόμο, τον ίδιο Νόμο μάλιστα που επικαλούνται επιλεκτικά, σε περίπτωση που ζητούν η τιμολόγηση σε δημοσίευση την οποία πληρώνει ο ανάδοχος να κοστολογηθεί «με τιμή δημοσίου» και όχι «με τιμή αναδόχου»!
Είναι ξεκάθαρο επίσης ότι σκοπός του νομοθέτη δεν ήταν να καταργήσει την τιμολόγηση των δημοσιεύσεων με την «τιμή αναδόχου» γιατί αν αυτόεπιθυμούσε θα το εξέφραζε σαφώς!
Αυτό άλλωστε προκύπτει ευθέως και από την ίδια τη διατύπωση του νόμου που ορίζει ότι όταν υπάρχει ανάδοχος ο φορέας θα παρακρατήσει τις δαπάνες δημοσίευσης από αυτόν μετηντιμήαυτονοήτωςμε την οποία ο ανάδοχος θα επιβαρυνόταν αν ήταν ο ίδιος υποχρεωμένος να εξοφλήσει το σχετικό τιμολόγιο. Δηλαδή ο φορέας «μεσολαβεί» ουσιαστικά μεταξύ εφημερίδας και αναδόχου και καταβάλλει τις δαπάνες για λογαριασμό του τελευταίου από τον οποίο και θα εισπράξει το σχετικό τίμημα, πράγμα που σημαίνει ότι για τη δημοσίευση δεν θα επιβαρυνθεί τελικά ο προϋπολογισμός του φορέα ώστε να υπάρξει ησχετική τιμολόγηση με τιμή δημοσίου, αλλά ο ανάδοχος με την ανάλογη φυσικά τιμολόγηση.
Το καθοριστικό στοιχείο, δηλαδή για να βρούμε με ποια τιμή θα χρεώσουμε την καταχώριση, δεν είναι το «πότε» και από «ποιόν» θα εξοφληθεί αυτή αλλά το ποιος τελικά θα επιβαρυνθεί!
Η διάταξη έχει τεθεί για να διευκολύνει τις εφημερίδες που καταχωρούν κρατικές δημοσιεύσεις και όχι να τις επιβαρύνει με τη μείωση ενός σταθερού επί δεκαετίες εσόδου τους ούτε βέβαια για να απαλλάξει ή να ελαφρύνει τους αναδόχους των σχετικών έργων, προμηθειών, υπηρεσιών κ.λπ. από μια βασική τους υποχρέωση!
Χαμένο και το Κράτος: Με ένα πρόχειρο απολογισμό, υπολογίζεται ότι το ετήσιο κόστος των υποχρεωτικών δημοσιεύσεων που εξοφλούν οι ανάδοχοι στις 180 ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιφερειακές εφημερίδες, ανέρχεται 3 εκατ. ευρώ, αντιστοιχεί δηλαδή σε ΕΝΑ έργο που θα εκτελέσει ΕΝΑΣ ανάδοχος ανά τη χώρα!
Αν επικρατήσει η «λογική» του «όλα 2 ευρώ», από τη μια οι εφημερίδες θα απωλέσουν ένα έσοδο της τάξης του 60%, όσο θα απωλέσει και το κράτος σε ΦΠΑ και φόρους. Μεγάλοι χαμένοι λοιπόν ο Περιφερειακός Τύπος αλλά και το Κράτος και μόνοι κερδισμένοι οι ανάδοχοι που θα κληθούν να πληρώσουν ένα εξευτελιστικό ποσό για μια δημοσίευση που θα αφορά έργο εκατομμυρίων ευρώ!
Τι πρέπει να γίνει;
Οριστική λύση στα παραπάνω θα δώσει η καθιέρωση ΕΝΙΑΙΑΣ ΤΙΜΗΣ ανά εκατοστόμετρο στις δημοσιεύσεις αυτές, η οποία θα πρέπει να καθοριστεί σε 5 ευρώ (σημερινή αναδόχου), ενώ θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερη, δεδομένου του ότι από το 2008 δεν έχει γίνει κάποια αύξηση της τιμής, ενώ από τότε μέχρι σήμερα έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά τα έξοδα μας (εκτύπωση, διανομή, προσωπικό, ενοίκια κλπ.). Η ενιαία τιμή επιλύει και διαχειριστικό – ερμηνευτικό ζήτημα και παρέχει μικρή αλλά πολύτιμη ενίσχυση στις τοπικές εφημερίδες έναντι στις πληθωριστικές πιέσεις. Ως προς το τελευταίο θα πρέπει να επισημανθεί ότι προκύπτει ελάχιστο δημοσιονομικό κόστος (περί τις 150.000€ ετησίως) αφού σχεδόν το σύνολο των δημόσιων διαγωνισμών (95%) έχουν ανάδοχο.
Στη συνάντηση την Ε.Ι.Ε.Τ. εκπροσώπησαν ο Πρόεδρος Αντώνης Μουντάκης, ο Γενικός Γραμματέας Νίκος Σουρλόπουλος και ο Ταμίας Άγγελος Βασίλαινας.