Δημοσιεύσαμε στο προηγούμενο φύλλο μας το τελευταίο άρθρο «γνώμης» του Θανάση Μαρινόπουλου. Το παρόν κείμενο δεν γράφεται τόσο ως απάντηση στον ίδιο, αλλά κυρίως για να θέσει στους αναγνώστες τα ερωτήματα που κι εγώ ένιωσα να γεννιούνται διαβάζοντάς το.
Στο πλαίσιο του πολιτικού πολιτισμού πιστεύω ότι η υγιής πολιτική αντιπαράθεση δεν διχάζει, αλλά βοηθά να φωτιστούν πλευρές της αλήθειας, να λυθούν προβληματισμοί και –κυρίως– να απαντήσουμε στο μεγάλο ερώτημα: «Τι κάνουμε;» ποιοι ωφελήθηκαν και ποιοι «πληρώνουν τη νύφη»;
Το πρώτο ερώτημα που αναδύεται, βλέποντας την εικόνα της οικονομίας όπως την περιγράφει ο Θανάσης, είναι: ποιοι ωφελήθηκαν και ποιοι «πληρώνουν τη νύφη»;
Οι «τεράστιες κοινωνικές θυσίες» που αναφέρονται στο άρθρο, από ποιους έγιναν;
Ας θυμηθούμε: οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα του κράτους, δηλαδή των Ελλήνων πολιτών, και δεν φορολογούνται για τα κέρδη τους. Οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες συνέχισαν την ανοδική κούρσα των κερδών τους. Οι ναυτιλιακές παρέμειναν αφορολόγητες. Και απέναντί τους; Οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι μικροεπαγγελματίες έχασαν σχεδόν τη μισή αγοραστική τους δύναμη.
Κατά συνέπεια, με τα μνημόνια και τις θυσίες, οι μόνοι που «έχασαν» ήταν –για άλλη μια φορά– τα γνωστά «υποζύγια» της κοινωνίας.
«Όταν το κοινωνικό συμβόλαιο κρύβει νέους κόφτες και δεσμεύσεις»
Στο άρθρο διαβάζουμε ότι αντί για «ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο» μετά τα μνημόνια, βιώνουμε «επιστροφή στο παλιό». Μα έφυγαν ποτέ τα μνημόνια; (είτε με ένα νόμο… είτε με οποιαδήποτε άλλο τρόπο)
Ποιος μνημονιακός νόμος καταργήθηκε; Η απάντηση είναι απλή: όχι μόνο δεν καταργήθηκαν αντιθέτως οι κυβερνήσεις έδειξαν συνέπεια και συνοχή στην αντιλαϊκή τους πολιτική. Πλέον έχουμε το «Ταμείο Ανάκαμψης», που λειτουργεί ως ένα νέο υπερμνημόνιο, με νέους όρους, νέα προαπαιτούμενα, κόφτες δαπανών και αυστηρούς ελέγχους για την τήρηση όλων των προηγούμενων.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, «επιστροφή στο παλιό». Γιατί οι ίδιοι που κέρδιζαν τότε, κερδίζουν και σήμερα. Και οι ίδιοι που πλήρωναν τότε, πληρώνουν και τώρα – μόνο που πλέον πληρώνουν ακόμη περισσότερο, αφού έχασαν το 45% της αγοραστικής τους δύναμης. Όπως λέει και ο λαός: «Τι είχα Γιάννη, τι είχα πάντα!».
Αλλά ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να μιλήσει για «κοινωνικό συμβόλαιο»; Τα κόμματα που κυβέρνησαν και ψήφισαν τα μνημόνια, δημιουργώντας την κατάσταση που ζούμε σήμερα; Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι επτά στους δέκα πολίτες είναι αγανακτισμένοι.
Μπορεί ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» στα πλαίσια αυτής της οικονομίας να απαντά στην ακρίβεια, στην υποστελέχωση των υπηρεσιών, στην υποβάθμιση της υγείας και της παιδείας, στην ανασφάλεια; Να ανατρέψει τις εργασιακές συνθήκες που μας γυρίζουν έναν αιώνα πίσω, τότε που η δουλειά ήταν «από βράδυ σε βράδυ»;
Η απάντηση, δυστυχώς και εδώ είναι ξεκάθαρα αρνητική . Γιατί Πολιτικό προσωπικό, παλιοί και «φρέσκοι» αστικοί θεσμοί, υψηλόβαθμοι κρατικοί υπάλληλοι, διεφθαρμένοι και αδιάφθοροι, φθαρμένοι και άφθαρτοι, καλοσυνάτα και σκαιά πρόσωπα, αυτοδημιούργητοι και κληρονόμοι, τζάκια και μη τζάκια κυβέρνησαν νομοθέτησαν με συνέπεια και συνέχεια αυτή τη ζοφερή πορεία. Όλοι τους ακολουθούν μια «εθνική στρατηγική» που οδηγεί τη χώρα εκεί όπου η πλειοψηφία των πολιτών πληρώνει το μάρμαρο, ενώ μια μικρή μειοψηφία αυγατίζει τα κέρδη της με εγγυημένη ασφάλεια από τον νόμο.
Και έρχεται ως «κερασάκι στην τούρτα» η διαπίστωση ότι δεν γίναμε «κανονική ευρωπαϊκή δημοκρατία».
Μα σε ποια «ευρωπαϊκή δημοκρατία» ακριβώς πρέπει να μοιάσουμε;
Στην αρχή μάς έλεγαν ότι πρέπει να κάνουμε θυσίες για να γίνουμε Ευρώπη. Σήμερα μας λένε ότι δεν πρέπει να ζητάμε αυξήσεις και παροχές για να μη μοιάσουμε με… την Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία κ.ά.).
Η Ευρώπη των λόμπι και των σκανδάλων είναι το πρότυπο;
Ας δούμε λοιπόν:
- Τα μνημόνια που μάς άφησαν να μετράμε τα ψιλά μετά τις 20 του μήνα, δεν ήταν απόφαση της Ε.Ε.;
- Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και το κυνήγι του κέρδους, που οδήγησε και στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, δεν αποτελεί επίσημη οικονομική στρατηγική της Ε.Ε.;
- Οι περικοπές στις κοινωνικές παροχές και οι κόφτες των δαπανών για να δημιουργηθεί το πολεμικό ταμείο, δεν στηρίχτηκαν στην απόφαση για τα 800 δισ. ευρώ της Ε.Ε.;
- Η επιστροφή στον εργασιακό μεσαίωνα με 13ωρη εργασία, δεν προωθείται συντονισμένα σε πολλές χώρες της Ε.Ε.;
- Η εμπλοκή της Ελλάδας σε πολεμικές επιχειρήσεις, με τους κινδύνους και την οικονομική αιμορραγία που συνεπάγεται, δεν είναι προϊόν αποφάσεων των «προθύμων» της Ε.Ε.;
Τελικά, λοιπόν, η «κανονική ευρωπαϊκή δημοκρατία» δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη ζούμε εδώ. Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε – ούτε προς το καλύτερο, ούτε προς το χειρότερο.
Κι όμως, στις σημερινές συνθήκες, με τα άλματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, με την τεχνητή νοημοσύνη, η ζωή μας θα έπρεπε να είναι πολύ καλύτερη: λιγότερες ώρες δουλειάς, περισσότερος χρόνος για την οικογένεια, ασφάλεια, ειρήνη. Όχι να γυρίζουμε πίσω στις αρχές του 20ού αιώνα.
Αυτό πρέπει να είναι το όραμά μας. Και αυτό πρέπει να διεκδικούμε με όλες μας τις δυνάμεις, σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής μας ζωής.
Ν.Ρ.Λ.