Η Τέχνη του Θεάτρου γεννήθηκε από την αρχέγονη ανάγκη για επικοινωνία, έκφραση, µοίρασµα του φόβου που προκαλούσε η άγνωστη θεϊκή βούληση, οι δυνάµεις της φύσης, η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου είδους. Στα αρχαία χρόνια ήταν άµεσα συνδεδεµένο µε την θρησκεία και την τελετουργία.
Ο άνθρωπος επινόησε γρήγορα από ανάγκη κώδικες σωµατικούς, δηµιούργησε ζωγραφική τέχνη µε όσα µέσα είχε στην διάθεσή του, φωνητικούς και σωµατικούς κώδικες επικοινωνίας, µη λεκτικούς (νοήµατα), λεκτικούς-προφορικό λόγο και στην πορεία γραπτό.
Με τις αισθήσεις αντιλαµβανόµαστε για πρώτη φορά τον κόσµο. Χωρίς µνήµη δεν υπάρχει ανάµνηση, χωρίς ανάµνηση δεν υπάρχει συναίσθηµα. Το Θέατρο είναι σκέψη, αίσθηση, κινητοποίηση, αφύπνιση του πνεύµατος, του εγκεφάλου, ευαισθητοποίηση της ψυχής. Η διαδραστική, βιωµατική του διάσταση καθιστά οργανικά συµµέτοχο τον θεατή που στην διάρκεια της θέασης συγκινείται, ταυτίζεται, θυµάται, συνειδητοποιεί, συν-αισθάνεται.
Όλο το είναι του ηθοποιού, η τεχνική, η σκέψη του, όλα τα εκφραστικά του µέσα βρίσκονται σε εγρήγορση κι όταν η παράσταση έχει δηµιουργηθεί µε σεβασµό απέναντι στην ίδια την Τέχνη και τον αποδέκτη-θεατή, τότε η ολοκλήρωσή της ωφελεί το άτοµο και την κοινωνία. Σε ψυχικό επίπεδο µπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά, λυτρωτικά.
Σε συλλογικό επίπεδο, η «κάθαρση» µπορεί να επέλθει και στις συνειδήσεις. Η όξυνση των αισθήσεων επαναφέρει την αλήθεια όπου έχει επικρατήσει η λήθη, άλλοτε άµεσα άλλοτε έµµεσα η αφύπνιση µπορεί µέσω της ζωντανής διαδικασίας να είναι καθοριστική.
Είναι σηµαντική η πρόθεση των συντελεστών και το πώς είναι σε θέση να εισπράττουν και να επεξεργάζονται τα νοήµατα των έργων. Στόχος του Θεάτρου δεν είναι το «σκόρπισµα» συναισθηµάτων, η απλή διασκέδαση ή η προπαγάνδα. Οφείλει αντιθέτως να αποτελεί αντιστασιακή πράξη ενάντια στις ψευδαισθήσεις που τροφοδοτούν οι παράγοντες κοινωνικοποίησης, το κράτος, η εκκλησία, τα ΜΜΕ, τα social media…
Η µέθοδος επικοινωνίας και παιδαγωγικής του θεατρικού Παιχνιδιού, βασίζεται στα εκφραστικά µέσα του Θεάτρου, δεν αναδεικνύει µόνο τις δηµιουργικές ικανότητες των παιδιών, τα βοηθά να εκφραστούν ακόµα και σε περιπτώσεις ειδικών µαθησιακών δυσκολιών, ΑΜΕΑ, µικρού ή µεγάλου φάσµατος αυτισµού (χωρίς να υποκαθιστά τον απαραίτητο ρόλο στην καθηµερινότητά τους του παιδοψυχολόγου).
Ας πάρουµε το παράδειγµα ενός παιδιού µε αυτισµό που βρίσκεται δοκιµαστικά σε µια οµάδα θεατρικού παιχνιδιού µε παιδιά που δεν έχουν την ίδια ιδιαιτερότητα. Το παιδί πιάνει συνεχώς το κεφάλι και σε περιοδική κίνηση το χτυπάει µε τα χέρια του. Ο συντονιστής παιδαγωγόςηθοποιός προτρέπει τότε την οµάδα να εντάξει αυτήν την κίνηση στην δράση µε το να κάνουν όλοι το ίδιο,σαν ένας χορός αρχαίας τραγωδίας. Το να µπορείς να µπαίνεις στην θέση του άλλου είναι βασικό στοιχείο του Θεάτρου.
Υπάρχουν πολλές πιθανότητες το εν λόγω παιδί να αισθανθεί οικεία και να επιθυµήσει να ενταχθεί στην οµάδα. Η θεατρική πράξη δύναται να λειτουργήσει δραµατοθεραπευτικά (άλλωστε η µέθοδος αυτή ψυχοθεραπείας δανείζεται από τα εκφραστικά µέσα του Θεάτρου), για σπουδαστές Θεάτρου, θεατές, συντελεστές. Ενδέχεται µάλιστα να ευνοήσει σε ορισµένες περιπτώσεις και άτοµα µε εύθραυστο ψυχισµό.
Στην Εβραία του Μπρεχτ που διδάσκεται στο Εργαστήρι Υποκριτικής του Μικρού Θεάτρου, χωρίς να ηρωοποιείται ο χαρακτήρας της Εβραίας, καθώς η αρρώστια που έχει επικρατήσει γιατρεύεται µόνο µε κοινωνική αλλαγή, παρακολουθούµε την ηθοποιό που ενσαρκώνει την Εβραία να εκφράζεται για πρώτη φορά απευθυνόµενη στην καρέκλα του «ξένου», «νεκρού» σε συµβολικό επίπεδο πλέον για εκείνην συζύγου της, µε την ανακούφιση της εναλλασσόµενης µε τον πόνο χαράς, ενώ ο τρόµος, η υποκρισία και η σιωπή επικρατούν στην πάσχουσα κοινωνία. Πώς ένα αντικείµενο (η καρέκλα), µπορεί να διεγείρει την ανάγκη της έκφρασης. Η κάθαρση της έκφρασης µπορεί να µην είναι αρκετή για την σωτηρία, η συνθήκη της έκφρασης όµως δεν παύει να λειτουργεί λυτρωτικά και για τους θεατές.
Στην εποχή του ανελέητου «µικροοθονισµού», το Θέατρο αποτελεί µια ασπίδα σωτηρίας ειδικά για τους νέους ανθρώπους, απέναντι στην ελλιπή µηχανική σκέψη και την ανυπαρξία πνευµατικής καλλιέργειας. Μια µορφή αντίστασης που δυστυχώς µέσω της δηµόσιας εκπαίδευσης δεν αποτελεί πρόθεση των κυβερνώντων να την παρέχουν ουσιαστικά, καθώς υποβιβάζουν συνεχώς τα καλλιτεχνικά µαθήµατα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να µοιραστώ µια φράση του φίλου, συνεργάτη ∆ασκάλου Γιώργου Βούρου (σκηνοθέτης, µεταφραστής, ηθοποιός δάσκαλος υποκριτικής) που δεν ξεχνώ ποτέ: «∆εν κάνω Θέατρο για να ζήσω, µα για να µην πεθάνω».
Ελένη Σταυράκη-Κοντόσταυλου, Ηθοποιός – Δασκάλα Υποκριτικής,
Ιδρύτρια του Θεατρικού Εργαστηρίου (∆ραµατικής Τέχνης & Παιδαγωγικής Θεάτρου) – Μικρό Θέατρο – Πάρος